- συνεργώ
- [синэрго] р. содействовать, спосооствовать, помогать.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
συνεργώ — συνεργῶ, έω, ΝΜΑ [συνεργός] συντελώ να γίνει κάτι (α. «όλοι πρέπει να συνεργήσουν στην επίτευξη τών στόχων μας» β. «ὁ γνωστικὸς... εὔχεται, συνεργῶν ἅμα καὶ αὐτὸς εἰς ἕξιν ἀγαθότητος ἐλθεῑν», Κλήμ. Αλ. γ. «ταῡτα συνεργεῑν πρὸς πλῆθος καρποῡ»,… … Dictionary of Greek
συνέργω — και επικ. τ. συνεέργω και αττ. τ. συνείργνυμι και αχρ. τ. συνείργω Α 1. περικλείω, συγκλείω («ὅσον συνεέργαθον ἄκραι», Ομ. Ιλ.) 2. περιστέλλω, περιορίζω («συνέργει τὸ πλῆθος τῆς σαρκός») 3. συνάπτω, συνδέω 4. ζώνω («ζωστῆρι... συνέεργε χιτῶνα»,… … Dictionary of Greek
συνεργώ — συνέργησα, είμαι συνεργός, συντελώ: Πολλοί συνέργησαν στη διάπραξη αυτού του εγκλήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνεργῶ — συνεργέω work together with pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνεργέω work together with pres ind act 1st sg (attic epic doric) συνεργέω work together with pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνεργέω work together with pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργῷ — συνεργός working together masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργώ — συνεργός working together masc/fem/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέργῳ — σύνεργον implement neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεῖργον — συνέργω shut up imperf ind act 3rd pl (attic) συνέργω shut up imperf ind act 1st sg (attic) συνέργω shut up pres part act masc voc sg (attic epic) συνέργω shut up pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic) συνέργω shut up imperf ind act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέεργον — συνέργω shut up imperf ind act 3rd pl (epic) συνέργω shut up imperf ind act 1st sg (epic) συνέργω shut up imperf ind act 3rd pl (epic) συνέργω shut up imperf ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεεργμένα — συνέργω shut up perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic) συνεεργμένᾱ , συνέργω shut up perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic) συνεεργμένᾱ , συνέργω shut up perf part mp fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνειργμένα — συνέργω shut up perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic) συνειργμένᾱ , συνέργω shut up perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic) συνειργμένᾱ , συνέργω shut up perf part mp fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)